- ἀποκομίζονται
- ἀποκομίζωcarry awaypres ind mp 3rd plἀποκομίζωcarry awaypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωματερός — ή, ό, Ν το θηλ. ως ουσ. η χωματερή α) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστηση β) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] … Dictionary of Greek